- φαλάντωμα
- φᾰλάντ-ωμα, ατος, τό,A bald place, v. l. in LXX Le.13.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαλάντωμα — ώματος, τὸ, Α η φαλάκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα). Το ντ τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε αντος (πρβλ. ἀθέρμ αντος, ἀλεύκ αντος)] … Dictionary of Greek